- ευωριάζω
- εὐωριάζω (Α)ολιγωρώ, αμελώ («εὐωριάζειναφροντιστεῑν κατ' αντίφρασινὥρα γὰρ ἡ φροντίς», Φώτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευωρία με σημασία «ολιγωρία, αμέλεια»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐωριάζειν — εὐωριάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)